- αἰσθητικόν
- αἰσθητικόςofmasc acc sgαἰσθητικόςofneut nom/voc/acc sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
οίκημα — το (ΑΜ οἴκημα) [οικώ] χώρος στεγασμένος ο οποίος χρησιμεύει ως τόπος διαμονής, σπίτι, κατοικία («ἐν αἰχμαλώτοις Τρωϊκοῑς οἰκήμασι ναίουσιν», Αισχύλ.) αρχ. 1. κατοικημένος τόπος («ἱερὸν ἔσχον οἴκημα ποταμοῡ», Πίνδ.) 2. δωμάτιο, θάλαμος 3. δωμάτιο… … Dictionary of Greek
Γιερός, Χαράλαμπος — (Γωνιά Αρτάκης 1887 – Αθήνα 1975). Ιστορικός της φιλοσοφίας. Σπούδασε φιλολογία και φιλοσοφία στα πανεπιστήμια της Αθήνας, της Λειψίας και της Περούτζια. Εργάστηκε για μεγάλο χρονικό διάστημα στη μέση εκπαίδευση και έφτασε στον βαθμό του… … Dictionary of Greek
ДУША — [греч. ψυχή], вместе с телом образует состав человека (см. статьи Дихотомизм, Антропология), будучи при этом самостоятельным началом; Д. человека заключает образ Божий (по мнению одних отцов Церкви; по мнению других образ Божий заключен во всем… … Православная энциклопедия